παραδοξότης

παραδοξότης
παραδοξότης, ητος, ,
A marvellousness, Them.Or.29.344c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραδοξότητα — παραδοξότης, ητος, ἡ, ΝΑ [παράδοξος] το να είναι κάτι παράδοξο, παράξενο, αλλόκοτο νεοελλ. φυσ. ιδιότητα η οποία χαρακτηρίζει τα αδρόνια …   Dictionary of Greek

  • παραδοξότητος — παραδοξότης marvellousness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”